Le dialecte Pondique
 
Hιlθne Kιmiktsi


         
4 Index Pondique

 

 Lexique Pondique & Grec des mots usuels

 Il s'agit d'un lexique de mots usuels assez important que j'avais trouvι sur la toile il y a prθs d'un an mais dont j'ai corrigι les fautes d'orthographe en grec - Il m'est impossile de savoir s'il y a quelques  fautes d'orthographe  dans le dialecte - Dθs que je trouverai un dictionnaire plus officiel je le mettrai en ligne.




A

Αβούτο/Αούτο - Αυτό -
Αγγόνα - Φίδι -
Αγδήν - Κονίαμα και Γουδοχέρι -
Αγελάδ/Xτήνον/Βούδ - Αγελάδα -
Aγληγορεί - Βιάζεται  -
Αγλιανεύκουμαι - Περνάω ευχάριστα -
Άγνεφος (ή έγνεφος)– Ξύπνιος –
Αγνόν - Περίεργο/Παράξενο -
Aγραεύω/'γραεύω - Παθαίνω -
Αγράμπελον - Άγριο Αμπέλι -
Αγράνεμον - Άγριος Άνεμος -
Αγρασεύω - προσπαθώ -
Αγρούμαι – Φοβάμαι –
Αγρός – Αγριάδα –
Αγροχάπαρος - Αυτός που φέρνει άσχημα νέα -
Άγω-ομαι - Πήγαινε -
Aδακά - Εδώ πέρα -
Αδραχτερόν - Μικρό καλάθι για να βάζουν αδράχτι -
Αερόπον - Άνεμος -
Αέτς - Έτσι -
Αζπάρια - Αυλόπορτες ή εξώπορτες παράθυρου -
Αήξα/Αήκος/Αήκον - Αυτή/Αυτός/Τέτοιος –
Αητέντς - Αετός -
Άθια - Άνθη -
Αι(γ)ίδ - Κατσίκα –
Aΐκο - Αυτό -
Αίκος - Τέτοιος -
Α'ι'τέστε - Προχώρα -
Αίχτρια – Ξαστεριά –
Aκεί - Εκεί -
Ακεκά - Εκεί πέρα -
Άκλερο - Που δεν έχει οικογένεια -
Ακρέπ -Σκορπιός -
Ακρόχασην - Προσοχή, σημασία –
Άκ'σον - Άκου -
Άλας - Αλάτι -
Αλάχτορι – Κόκορας –
Αλείφκουμεν – Αλείφομαι –
Αλείφτω – Αλείφω –
Αλεπουδόπον - Μικρή Αλεπού -
Αλιά - Ειδικά -
Αλικόν - Με αλάτι -
Αλιμίδ – Άλμη -
Άλλον - Άλλο -
Άλτς - Άλλους -
Άμον - Σαν -
Άναβα - Εκτός -
Ανάθεμα – Ανάθεμα –
Άναλον - Ανάλατο -
Αναμένω - Περιμένω -
Ανάμνον - Περίμενε -
Ανάντριστος – Ανύπαντρη –
Άνασμαν - Αναπνοή -
Αναστορώ - Ανιστορώ (ή θυμάμαι) -
Aναχάπαρα - Ξαφνικά -
Aνέντροπος - Αυτός που δεν ντρέπεται -
Ανοιγάρ – Κλειδί –
Αντάλια - Σειρές με φυτά -
Ανταμώθαμε - Συναντηθήκαμε -
Aντράδελφο μ' - Κουνιάδος μου –
Αντρίζ' - Γυναίκα Παντρεύεται -
Αντρίζω – Παντρεύομαι –
Aνύλιγον - Aυτό που δεν στραγγίσαμε –
Ανωρίαστον - Αφύλακτο -
Αξινάρ - Τσεκούρι -
Απάν - Επάνω -
Άπαν' 'κες - Εκεί επάνω –
Απαρδάλια - Μονοχρωμία -
Απασάρεφτος – Ανίκανος -
Απές - Μέσα -
Aπεσ'αφοτι - Mεs'το δάσος –
Απετ
chάρευτος – Ανίκανος –
Aπίδ – Αχλάδι –
Απιδεαβαίνω - Φεύγω -
Απόθεν - Από που -
Αποθάνω - Πεθαίνω -
Απομένω - Μένω (αλλά όχι κατοικώ) –
Απονεγκάσκουμαι ή αναπάουμαι - Ξεκουράζομαι -
Απονεγκάζω – Ξεκουράζω –
Αποχασμούμεν – Χασμουριέμαι –
Αποτυλίζω – Ξετυλίγω –
Aπουρπουνού - Πρωί -
Απράναν - Πριν λίγο –
Αραέτς - Έτσι ακριβώς –
Αραεύω - Ψάχνω -
Αραμπά – Άμαξα –
A
ρκατάς – Σύντροφε –
Άρκος - Αρκούδα -
A
ρλανεύκουμai - Στεναχωριέμαι (ή παραπονιέμαι) -
Αρλίν - Στενοχωρημένος και Παραπονιάρικος -
A
ρνiκόν - Αρσενικό -
Αρshιά – Κέντημα –
A
ρσούζης/Αρσίις - Ζωηρός –
Αρωθυμία - Αποθυμία -
Α σήν - Από -
Ασηράχαντος - Σκαντζόχοιρος -
Άσκεμα - Άσκημα -
Άσκρια - Άχυρα -
Ασλαεύω - Εμβολιάζω (φυτά) -
Ασορόν – Αποθήκη –
Αστόsh - Κάποιος που είναι μόνος –
Αστάshια - Άχυρα -
A
τεβήρευτον - Αυτό που στέκει όρθιο -
Άτι-πούτια – Τα ποπ-κορν –
A
τλαεύω - Κάνω μεγάλο βήμα, υπερπηδώ -
Ατό - Αυτό -
Ατότες – Τότε –
Ατούκα - Εκεί πέρα -
Ατσάπαν(Άτσαπα) - Άραγε -
Ατσάπς – Άραγε –
A
τσελέα – Βιαστικά -
Ατώρα - Τώρα -
A
ύριον - Αύριο –
A
υτσου - Όποιος –
Άφ'σον/Αφς - Άφησε -
Αφκά - Κάτω -
Αφορεσμέντσα – Καταραμένη –
A
φορισμέντζα - Ανοιχτομάτα -
Αφορισμένος - O ανοιχτομάτης ή άτακτος –
Άφτει (Ν'άφτει) - Να ανάψει -
Άφτω – Ανάβω –
Αφορισμένος - Άτακτος -
Αφώτιστο - Αβάπτιστο -
Αχάντ - Αγκάθι -
Αχάντε(α) – Αγκάθια –
Αχούλ' - Το μυαλό -
Αχπάνω – Ξεκολλάω –
A
χπαραγμένο - Τρομαγμένο -
Αχπάσκουμαι - Θα Ξεκινήσω -
Αχταλεύω - Σκάβω –
Άψιμον - Φωτιά -

 

 

 



Β

Βάλον/Βάλεν - Βάλε -
Βαρεσιγμένο - Οκνηρό-
Βαρκίζω – Τσιρίζω –
Βίντος - Αλογόμυγα –
Βούκα - Μπουκιά -
Βουκούμεν –
Βουκώνω - Δίνω σε κάποιον μπουκιά –
Βούραν - Χούφτα -
βουρκιάντ - ξύλο που χτυπούσανε τα βόδια -
Βρούλα - Φωτιά -

 

 

 



Γ

Γαβούν - Πεπόνι -
Γαιδούρ/Γαιδίρ -
Γαίς - Λουρίδα -
Γάλε Γάλε
(ή Στέρια Στέρια) – Σιγά- Σιγά -
Γαλή – Γάτα -
Γανάτ – Φτερό –
Γαντουρεύω – Πείθω –
Γαργάτς - Ένα είδος δέντρο (καραγάτσι) -
Γαρή - Σύζυγος -
Γενεάν - Γενεά -
Γεράν - Πληγή -
Γερανέον - Γαλάζιο -
Γιαβάς, Γιαβάσικα (Τούρκικο) - Σιγά Σιγά -
Γιαγλίν – Λιπαρό –
Γιεργάν - Πάπλωμα -
Γιοσμάς - Λεβέντης, όμορφος -
Γλουπίζω - Ξεφλουδίζω -
Γνεφίζω - Ξυπνώ -
Γολτούκ' - Μασχάλη -
Γομάτο - Γεμάτο -
Γομώνω - Γεμίζω -
Γουζλάρακας –  ομοφυλόφιλος -
Γούλα - Λαιμός -
Γονουσεύω - Μιλάω -
Γουήν – Λάκκος –
Γουρπάν(ι) - Θυσία -
Γουρτάρεμαν - Σωτηρία -
Γουτουρεμένον - Ζωηρό/Λυσσασμένο -
Γουρταρεύω - Σώζω -
Γουζεμέντζα/Κουζεμέντζα - Θυμωμένη -
Γράφτω – Γράφω –
Γρέα - Γριά -
Γριντζίλια - Ούλα -
Γυναικίζ' - Ο άντρας παντρεύεται -
Γυργήρης - Ουράνιο Τόξο -


 

 

 


Δ

Δάκω - Δαγκώνω -
Δε(α)βέν - Περνάει -
Δε(α)βαίνω - Περνάω -
Δέβα - Πήγαινε -
Δείκω – Δείχνω –
Δεϊκνίζω ή Δεϊξίζω - Δείχνω -
Δελιάουμαι - Μπερδεύομαι -
Δελιαστήρα/η - Το δίχτυ της αράχνης -
Δεν ή Τηδέν - Τίποτα –
Δεξάμενος - Νονός -
Διαβαίν - Περνάει -
Διπλάζω – Διπλασιάζομαι –
Δίψυχος - Έγκυος -
Δουλία - Δουλειά -

 

 

 

 


Ε

Εβώρα - Ίσκιος -
Εγαβούρεψα – Έψησα –
Έγκα - Έφερα -
Εγνάψα (ή Εγάνεψα) - Κατάλαβα -
Εγνέφσα - Ξύπνησα -
E
γομώθαν - Γέμισαν -
Εγούζεψα (Γιζεύω-Γουζεύω)- Θύμωσα υπερβολικά (Θυμώνω υπερβολικά)-
Εγρoίξα - Κατάλαβα -
Εέντονε - Έγινε -
Έι Κιτί - Επιφώνημα νοσταλγίας -
E
κικά – Εκεί –
Εκλείδωσα - Κλείδωσα -
Εκοσαρίασα – Κρυώνω –
Εκούξεν - Φώναξε -
Έκσα - Άκουσα -
Έκσες - Άκουσες -
Εκshίεν – Χύθηκε –
E
λάτο - Χριστουγεννιάτικο Δέντρο -
Ελέα - Ελιά -
E
λέπω - Βλέπω -
E
λίεν – Έλιωσε –
E
μάΐρεψα – Μαγείρεψα –
E
μέτσα - Μέθυσα -
εμοβόρα - δεν είναι φιλική -  
Έμορφος - Όμορφος -
E
μποδισμέντζα - Έγκυος -
Έμποδος - Έγκυος -
E
ιν - Είναι–
Εν - Είναι –
(
Ε)νεγκάστα - Κουράστηκα –
Ενέσπαλα - Ξέχασα -
Εντόκα - Χτύπησα -
E
ντάμα/Ουντάμαν - Μαζί–
Έξα- Άκουσα -
Έξαψα - Άναψα -
Εξέβα - Βγήκα -
E
ξίεν – Χύθηκε –
Επαλάλωσα - Τρελάθηκα -
Επαλληλάεψα – Αποτύπωσα -
Επάτεσα - Πάτησα -
E
πενεγκάshκουμαι - Ξεκουράζομαι -
Επέζεψα - Βαρέθηκα -
Εποίκα - Έκανα -
Έπρέστα – Πρήστηκα –
E
ριάζω – Προσέχω –
Ερούξεν - Έπεσε -
Έρχουνταν - Έρχονται -
Εσασίρεψα - Μπερδεύτηκα -
Εσέβα - Μπήκα -
Έσειρα - Πέταξα -
Εσκούται / Σηκούται - Σηκώνεται -
Έτερος - Άλλος -
Έτερον - Έτοιμο –
E
τιγνάεψα - Κατάλαβα -
Έτονε - Ήταν -
Ετσάκοσα – Έσπασα –
E
τσαραφήγα - Γρατζουνίστηκα -
Εύκερο - Άδειο -
Εύκαιρος – Επιπόλαιος –
Εφέκα - Άφησα -
Εφκαιρώνω – Aδιάζω –
Εφτάγω - Κάνο -
E
φτουλάξα - Παθαίνω ασφυξία ή Στεναχωρήθηκα-
Εφώτσα - Βάφτισα –
Eχάθεν - Χάθηκε -
Εχαρέθα - Πήρα χάρη -
 

 

 




Ζ

Ζαέρ - Μάλλον μπορεί -
Ζαήφκος – Αδύνατος-
Zάντενα - Τρελή -
Ζαντή/Ζαντέσα - Τρελή -
Ζαντίνω – Τρελαίνομαι -
Ζαντός - Τρελός -
Ζαρωτά - Στραβά -
Ζιάρ – Μπορεί –
Ζεγκίντς – Πλούσιος –
Ζελεύω – Ζηλεύω –
Ζεμία – Ζημιά –
Ζενγκιλούκ - Πλούτος -
Ζερταλίδ – Βερίκοκο -
Ζηνί
shια – Χάντρες –
Ζιντζίρ/Ζεντζίρ - Αλυσίδα -
Ζονάρ - Ζώνη -
Ζουβάλ - είδος καλαμπόκι -
Ζουμάρ - Ζυμάρι -
Ζουπούνα ή Ζιπούνα - Γυναικεία φορεσιά -
Ζουρνά - Μουσικό όργανο ‘ζουρνά’ –
Ζυγιάζω – Ζυγίζω –
Ζυμοτρόν/ζούμωτρον - Λεκάνη για την ζύμη –

 

 

 


Η

Hβρίζω - καθάρισμα σιταριού ή σουσάμι -
‘Ηλα – Ειδικά -
Ήλο - Ήλιος -
Hμερούνταν - Eξημερώνονται –
Ήμσον - Μισό -
Ησμαρ - Κλείσιμο από το ένα μάτι –
Hχώριν - Κάτι εσωτερικό – (από την Ομηρική λέξη Ηχώρ - Θείον αίμα)

 



Θ

Θελ'κόν – Θηλυκό -
Θελκούρας - Άταχτα Κορίτσια -
Θεγατέρα - Κόρη -
Θουρμούλ – Ψίχουλο –
Θρουμουλίζω - Κάνω κάτι κομματάκια –
Θύμπιρα – Θυμάρι –

 

 



Ι


Iατρικό'ν – Φάρμακο –
Ιεύ - Ταιριάζει -
Ιεύω - Ταιριάζω -
Ιθάκ - Στήθος της Αγελάδας - 
Ιλάτς - Αλοιφή φάρμακο -
Ιλιαεύω - Χαϊδεύω -
Ίνας – Ένας –
Ινιάτ ή ινάτ - Ιντέρ – Έντερο –
Ιντζίρ - Σύκο -
Ιshκιζιάρτς – Επιτυχημένος –
Ιshμάρ – Νεύμα –
Ίshτε - Εδώ που τα λέμε –
Ισαμ' - Ίσα -
Ισάζωσε - Θα
σε Ισιώσω -
Ισκιζιάρτς - Έξυπνος (πετυχαίνει τους στόχους του) –
Ison – Ίσιο–
Ιτέα - Ιτιά –

 

 



Κ


Καϊτέν - Σκοπός τραγουδιού -
Καλατσεύω – Μιλώ -
Καλιβώνω - Πεταλώνω (βάζω πέταλα στο άλογο) –
Καλομάνα - Γιαγιά -
Κανείται - Φτάνει -
Καντουρεύω - Κοροϊδεύω-
Kαράκωσε - κλείδωσε -
Καρβόν – Κάρβουνο –
Καρδόπον - Καρδιά -
Καρτάλ - Γεράκι/Αετός -
Καρτόφα - Πατάτα -
Κάτα - Γάτα -
Καταμάγια – Ξύλο που χρησιμοποιείται στο καθάρισμα της στάχτης του φούρνου –
Καφκίν – Κούπα –
Καφούλ - Θάμνος –
Κεβιαζιάς ή Κεβεζέας - Πολυλογάς -
Kέλεου - μεγάλος ποντικός -
Κεμεντζέ – Ποντιακή Λύρα –
Κεπίν - Κήπος -
Κερκέλ – Κουλούρι –
Κιαβιαζού - μία που μιλάει πολύ –
Κιαφκίρ – Σουρωτήρι –
Κιντίν - Δειλινο –
Κιφάλ - Κεφάλι -
Κλώσκουμαι - Γυρνάω -
Κονεύω - Μπαίνω -
Κορκότα - Καλαμποκάλευρο  -
Κορτσόπον - Κορίτσι -
Κοσσάρα - Κότα -
Kοτός - Καλαμπόκι -
Κουκουβάκα - Μανιτάρι -
Kουνίεται - κουνιέται -
Κουντώ – Σπρώχνω –
Κούπα - Μπρούμυτα -
Κουρεύω (ή γουρεύω) – Ταιριάζω –
Κουρτώ –Καταπίνω –
Κρού(γ)ω – Χτυπώ –
Κουτσή - Κορίτσι -
Κοχλακίζω – Βράζω –
Κρομίδ - Κρεμμύδι -
Κυλιντάρ – Ρόδα –
Κυλιντέρ – Κυλινδρικό (στρόγγυλο) –
Kχύνω - Ρίχνω -

 

 



Λ

Λαζούδ' - Καλαμπόκι -
Λαήζω – Κουνάω –
Λαήν – Κανάτα –
Λαηστέρα – Κούνια –
Λαϊσκουμαι - Κουνιέμαι -
Λαΐστέρα - Κούνια –
Λαλαshεύκουμεν - Κάνω νάζια –
Λαλάτς – Πέτρα -
Λανγκεύω – Πηδώ –
Λαρώνω – Θεραπεύω –
Λάσκουμαι - Τριγυρνάω -
Λαχόρ - Λουρίδα - 
Λελέυω - Λατρεύω -
Λειβαδοτόπα - Λειβαδιά -
Λελεύω - Χαίρομαι (για κάποιον) –
Λεφτοκάρ - Φουντούκι -
Λίβ(ι)α - Σύννεφα -
Λίβος - Σταγόνα, σύννεφο –
Λιθάρ - Πέτρα -
Λινέα - Σύρμα που κρεμούσαν τα ρούχα -
Λυκομάνα - Προγιαγιά -
Λυρίτα – Κρίνος –
Λυστρίν – Εργαλείο –
Λώματα - Ρούχα -

 

 



Μ

Μαερεύω - Μαγειρεύω -
Mαναχός ιμ' - Μόνος -
Μαντζίρα/Ξύγαλα - Γιαούρτι -
Μάραντα - Λουλούδια -
Μαντζουλώνω - Μουντζουρώνω, λερώνω –
Μεντζόν - Κάποιον Φωνάζω -
Μιντίκ - Μικρό/Ζωηρό -
Μοθοπώρ - Φθινόπωρο –
Μονάζω - Φιλοξενώ -
Μουρτάκα - Μαξιλάρι Περσών -
Μούστα - Γροθιά -
Mουτούλ - καρφί
Μουχτερος - Γουρούνι -

 

 




Ν


Ναηλή - Αλίμονο -
Nαηλή Εμέν - Αλλοίμονο μου -
Ναινά - Καθρέφτης -
Nαλια – Τσόκαρα –
Ναμούσι - Συνείδηση -
Νασάν - Τυχερέ/ή -
Νεβίζω - Σβήνω -
Νέβραξα - Έβρεξα (αόριστος του νεβράζω) -
Νέγκασμα / Νεγκασίαν - Κούραση -
Nεγκάshκουμαι - Κουράζομαι -
Nεγκάσκουμεν – Κουράζω –
Nεγκασμένος - Κουρασμένος -
Νέισα - Νέα -
Νέμπεσε - Έπεσε -
Νέπε - Άνδρα
Νεραξία/Νερεσία - Σίχαμα -
Νεράσκουμαι - Σιχαίνομαι -
Νεριάρ – Νερουλό –
Νεριάσκουμεν – Σιχαίνομαι –
Νεσπάλνε - Ξεχνούν -
Νέτση (απο το νε κουτσή) - Κορίτσι -
Νευράζω – Βρέχω –
Νιάτ - Ο τρόπος συμπεριφοράς (ενός ανθρώπου) -
Nιάτ - Σκοπός/θέληση/γνώμη -
Νιαφιάς - Αναπνοή -
Nιαφιλέν ή Νεφιλέν - Άδικα ή Άσκοπα –
Νιαφιλιάν - Χωρίς νόημα ή λόγο –
Νιφίτσα - Αρουραίος -
Νίφτ – Πλύσου –
Νίφκουμαι / Νίβομαι - πλένω το πρόσωπό μου -
Νισαλού - Αρραβωνιαστικιά -
Νισάν - Σημάδι -
Νισιαλί – Αρραβωνιαστικιά -
Νοσσάκα - Πουλάδα -
Nισσιαλή – Κοπέλα (γκόμενα) –
Νοΐζω - Αντιλαμβάνομαι - 
Νομάτ - Άτομα -
Νουνίζω – Σκέφτομαι –
Νούνζον - Σκέψου –
Νούνιγμα - Σκέψη -
Ντ'έφτας ή Ντο εφτάς – Τι κάνεις -
Nτο - Tι/Tο οποίο -
Ντος - Χτύπα -
Νύφε - Νύφη -
Νυφέπαρμαν - Γαμπρός και Κουμπάρος πηγαίνουν την νύφη στην εκκλησία Nifeparman -
 

 




Ξ

Ξαγουρεύκουμαι – Εξομολογούμαι –
Ξάι - Καθόλου -
Ξαν - Ξανά -
Ξεραχούμεν – Ξεκαρδίζομαι –
Ξεριώνω – Στεγνώνω (ξηραίνω) –
Ξύγαλαν – Γιαούρτι –
Ξύλον – Ξύλο -
Ξύμυτος – Μυτερός/Κοφτερός –
Ξυπόλντος – Ξυπόλυτος –
Ξύνω - Ρίχνω -
 

 

 



Ο

Οβάζ - Όταν κάνει η κότα αυγό –
Ογραεύω - Παθαίνω -
Ογώ - Εγώ -
Όθεν - Που -
Οκνεαρία - Τεμπέλα –
Oκνέας - Τεμπέλης -
Οκνώ – Τεμπελιάζω –
Οματιάζω – Ματιάζω –
Ομάττια - Μάτια -
Ομνώ - Ορκίζομαι -
Oμούτ - Ελπίδα -
Oμνίσκουμε/Ορκίσκουμε - Ορκίζομαι -
Ονίδισμαν - Κοροϊδία -
Όντες - Όταν -
Οξαεύω - Χαϊδεύω - 
Οξοκά – Έξω –
Οξοπίς - Πίσω -
Οπις - Πίσω -
Oράδ (ουδάρ) – Ουρά –
Οράζω/Οριάζω - Προσέχω/Παρακολουθώ -
Όραμαν - Όνειρο -
Ορίαζα - Πρόσεχα –
Οριάζω/Εριάζω - Προσέχω -
Oρμάνε - τα δάση -
Ορμίν - Ποταμάκι -
Ορτάρ - Χόρτο -
Ορτάρι - Κάλτσα -
Οσήμερον - Σήμερα -
Ουρανόν – Ουρανός –
Ους - Ώσπου, έως –
Ούσνα - Μέχρι -
Οφίδ - Φίδι -
Οφύγον - Φύγε -
Oψε - Εχθές -
Oψεκές - Tις προάλλες –

 

 

 



Π

Παλαλέσα - τρελή -
Παλαλός - Παλαβός -
Πάππας – Πατέρας –
Παράδας - Λεφτά -
Παραμερίζω – Απομακρύνομαι –
Παρλαεύω - Λάμπω/Γυαλίζω -
Παρχάρ - Οροπέδιο -
Πατήτσια - φασολάκια -
Πατσί - Αδερφή -
Παχchίchα – Πεταλούδα –
Πεγάδ - Πηγάδι -
Πεγαδομάτε - Μάτι του Πηγαδιού -
Πεκιάρτς - Γεροντοπαλίκαρο (ή ανύπαντρος) -
Πελιαεύω – Οργώνω –
Περισιάν - Ακατάστατος
Περισάντς - Ταλαιπωρημένης, τρυπανισμένος -
Πεshκίρ - Πετσέτα -
Πεshλιαεύω – Ανατρέφω (Μεγαλώνω) –
Πεσλεεύω - Θρέφω -
Πεχλιβάν - Παλικαράς -
Πίλικο - Φάκελος -
Πιλπίλ - Tο "μπλαμπλα" -
Πιπίλ - Σπόρο -
Πλημύν - Τροφή ζώων –
Πλουμίζω – Κεντώ –
Ποδάρ - Πόδι -
Πoίσον - Κάνε -
Ποζεύω – Σβήνω –
Πολεμώ - Προσπαθώ -
Ποσκευαρίζω - Συμμαζεύω -
Πουμ’πούλ – Πούπουλο –
Πουργού - Μικρό σίδερο για τρυπάνι -
Πουρπουρίζω - Λάμπω/Γυαλίζω -
Πούρτσουκλη – Καρότο –
Πουσμανέυω / Επουσμάνεψα - Μετανιώνω -
Πουτσάχ - Γωνία δωματίου –
Πουτσή - Κορίτσι -

 




Ρ

Ραγκάν - Κορυφή του Βουνού -
Ρακάν - Μικρό Ύψωμα -
Ρακίν – Ρακί –
Ράμμαν - Κλωστή -
Ράshα - Ώμος -
Ραshία - Βουνά -
Ραshίν – Βουνό –
Ραshόπουλο’ν - Πουλί του βουνού–
Ραχνά - Αράχνη -
Ρεβόλ - Είδος πιστολιού -
Ριγώ - Κρυώνω -
Ρίζα μ’ - Ρίζα μου (χαϊδευτικό, χρήση όπως το πουλί μ’) -
Ρούζω - Πέφτω -
Ρουκάν - Εκχιονιστήρας -
Ρωθωνίζω - Ροχαλίζω -
Ρωμέισα - Ρωμιά -

 

 

 



Σ


Σα - Στα -
Σαεύω (ή Ισιαύω) - Υπολογίζω –
Σαλαχανέας - Αυτός που τριγυρίζει όλη μέρα –
Σαλαχανού – Μια γυναίκα που τριγυρίζει όλη μέρα -
Σαμαρτσούκ(Σαμαρτσούχ) - Ένα είδος δέντρο -
Σάντιλα - Καθώς -
Σαντούγ – Σεντούκι –
Σαρεύω – Περικυκλώνω ή μεταφορικά ‘Μου αρέσει’–
Σαταshεύω - Πειράζω
Σαρί - Ξανθό -
Σαφλάς - Σάλια -
Σαφλέας - Σαλιάρης -
Σαχτάρ - Στάχτη -
Σαχταρού – Σταχτοπούτα -
Σεβάσκομαι - Σέβομαι -
Σεβντά (Τουρκικό) - Αγάπη -
Σεβνταλής - Ερωτευμένος -
Σεβνταλία - Ερωτιάρικα -
Σεβνταλού - Ερωτευμένη -
Σείρω - Να Πετάξω -
Σεκέρ - Ζάχαρη -
Σεκεύω - Ξηλώνω –
Σεούτ/Σεκιούτ - Ιτιά -
Σερεύω - Μαζεύω -
Σερίν (Τουρκικό) - Ισχίο -
Σέφτελος - Χαζός -
Σην - Στην -
Shιαshιρεύω – Μπερδεύομαι –
Shίλε(α) - Χείλια -
Shίνα - Πόντος (στο ύφασμα) –
Σιασιουρεμένος - Μπερδεμένος -
Σιάπκα/Σιάφκα - Καπέλο -
Σιλεύω - Σφουγγαρίζω -
Σιρ - Πετάω -
Σίρον - Πέτα -
Σισιάν/Σισάν/Σισέν - Μπουκάλι -
Σκαλώνω - Ξεκινώ -
Σκαμνίν - Σκαμνί -
Σκολέκ - Σκουλήκι -
Σκοτία - Σκοτάδι –
Σκουντουλίζω – Μοσχοβολώ –
Σκωτούσαι - Σκοτώνεσαι -
Σκούμαι - Σηκώνομαι -
Σκυλάζω - Βρωμάω -
Σοεύω – Κλέβω –
Σολίκ - Καλή παρέα –
Σορός - Δάση -
Σούκ - Σήκω -
Σουμάδεμαν - Αρραβώνας -
Σουμά σ' - Κοντά σου -
Σουμπούλα - η κουνιστή και όμορφη –
Σουμώνω – Πλησιάζω –
Σουρούκ/Σουρούχ - Μακρύ ίσιο ξύλο για διάφορες χρήσεις –
Σουφρά – Τραπεζομάντιλο –
Σοχάγα/Σοκκάκι - Μικρό δρομάκι -
Σον - Χιόνι -
Σος - Σιωπή -
Σπάζω - Σφάζω -
Σπαλίζω - Κλείνω -
Σπάνω (ή chατλατιρεύκουμεν) - Εκρήγνυμαι –
Σπαριέλ - Σουτιέν -
Σπάσον - Σκάσε –
Σπογγίζω - Σκουπίζω -
Στα/Αστά ή Εστά - Σταμάτα/Περίμενε -
Σταλήγουμαι – Σταματώ –
Στάλλη – Στέλλα –
Στούπιτσα - Είδος χορταρικού με ξινή γεύση.-
Σταυρίτης - Σεπτέμβριος -
Σταφύλε – Σταφύλια –
Στόλ – Τραπέζι –
Στούδ - Κόκκαλο -
Στράτα - Δρόμος ή Πεζοδρόμιο -
Στύλον – Στέλιος –
Συντζεύω - Μιλώ -
Σωρεύω - Μαζεύω/Μαζεύομαι -
Σως - Σιωπή -

 

 



Τ

Ταβίζουμε – Μαλώνουμε -
Ταγιανίζω - Aντέχω -
Ταπιάτ - Χαρακτήρα -
Ταρά(γ)ουμαι - Ανακατεύομαι -
Ταράζω - Ανακατεύω -
Tαραήλτς ή ταραήλες - Το ουράνιο τόξο -
Tαραπουτζίζ - Χοροπηδάω -
Τελένω - Τελειώνω -
Τεμέτερον - Δικό Μας -
Τ'εμόν - Δικό Μου -
Τ'εσόν - Δικό Σου -
Τέρεν - Κοίτα -
Tέρτ' - Βάσανο -
Τερώ – Κοιτάζω –
Τερώσε – Σε Κοιτώ –
Τέσιν - Ταίρι -
Τεστόπον - Στάμνα -
Τετές – O πατέρας –
Τιαζεύω - Χάνομαι, φεύγω –
Tιαντζίφ - Γάζα –
Τιαριαζή – Ζυγαριά –
Τιασπήγ – Μπεγλέρι –
Τιδέν - Τίποτα -
Τιζεύω - Βάζω στη σειρά -
Toζ - Σκόνη –
Τονάτεμαν – Στόλισμα –
Τοπλαεύω - Συμμαζεύω, μαζεύω –
Τορ - Δίχτυ -
Tόρε(α) – Τα δίχτυα –
Τοσπαγάνος - Χελώνα -
Τουζάχ - Παγίδα -
Τουshμάνος – Εχθρός -
Τουshμάν – Εχθρός -
Tούτια - toutia - ειδικό φρούτο από δέντρο -
Τρανίνω - Μεγαλώνω -
Tροsh - Ένα είδος φυτού απ' όπου έκαναν μαγιά –
Τσαίζω - Φωνάζω -
Τσακούτς – Σφυρί –
Τσακωμένος - Σπασμένος -
Τσαμουρένεν τεστόπον - Χωμάτινη στάμνα -
Τσαμουροζόμ – Λασπόνερο –
Τσαμπλίζω - Κάνω ματάκια –
Τσανγκλίζω - Βρέχω, πιτσιλάω –
Tσάνι μ' - Παραχαϊδεμένο μου -
Τσάντσαρος – Αράχνη –
Chαμπλίζω - Το κλείσιμο των ματιών –
Chαρτάγ – Υπόστεγο –
Chατλατιρεύω – Σκάω (ενεργ.φωνή) –
Chιαμντιάκ – Σώμα –
Chιαπιάρ – Περίφραξη –
Τσατσαλοκέφαλος – Φαλακρός –
Τσάτσαλος - Γυμνός -
Τσαχούρ - Ξανθό/Σταχτί -
Τσίπ - Πολύ -
Τσιπλάχ'ς - Γυμνός (επίσης Φτωχός) -
Chάπας – Παλαμάκια (χειροκρότημα) –
Τσουρώνω – Κλείνω –
Τσαραπίζω - Γρατζουνίζω -
Τσαρτιλίζ - Σπινθηρίζει -
Tσαφίζω/τσαφίουμαι ή κνέσκουμαι – ξύνομαι -
Τσάχ – Τζάκι –
Τσερίζω - Σκίζω -
Τσηκάρ – Συκώτι –
Tσιλιάζω - Σκεπάζω -
Τσιλίδ' – Κάρβουνο –
Τσιλντεύω - Κατουρώ -
Tσαμούρια - Λάσπες -
Tσίας - Σπίθες -
Τσιλίδια - Κάρβουνα -
Τσιλντεύω (Τσλντεύω) – Κατουρώ –
Tσιμίσκος - Ηλίανθος -
Τσιρώνω – Ακυρώνω –
Τσιτσάκ ή Τσιτσέκ (Τουρκικό) - Λουλούδι -
Τσουμίζω - Στραγγίζω -
Τσουμούρ - ψυχούλα από ψωμί μαζί με λάδι τηγανητό –
Τσούνα - Σκύλα -
Τσουπώνώ – Πωματίζω –
Τσουρμουλίζω - Τσιμπώ, χουφτώνω –
Τυλίζω – Τυλίγω –
 

 



Υ


Yείαν – Υγεία -
Υλάζω - Γαβγίζω (λέω κάτι δυνατά) -
Υλίζω - Στραγγίζω -
Υλιστόν - Στραγγιστό γιαούρτι –
Ύψωμαν – Αντίδωρο –
 

 

 


Φ

Φα – Φάε –
Φαντάλα - μια που μιλούσε πολύ -
Φάζω - Ταΐζω -
Φο(γ)ούμαι - Φοβάμαι -
Φουρκίγουμαι – Πνίγομαι –
Φουρκίζω - Πνίγω -
φουρνίν - φούρνος -
Φουρνός - Βάτραχος -
Φουshκαλίδ – Φουσκάλα –
Φουτίν - Κρυφό κλάσιμο -
Φρανταλα - Όμορφη γυναίκα -
Φτερία - Φτέρη -
Φτίζμα – Σάλιο –
Φτουλακίζω – Αγχώνομαι –
Φτουλίζω - Ξεπουπουλιάζω, μαδάω -
Φωλέαν - Φωλιά -
Φωταχτερέας - Φωτισμένος (λάμπει) -
Φωταχτερού - Φωτισμένη (λάμπει) -
Φωτίshε(α) - Τα βαφτίσια -

 

 



Χ

Χαchιάτια – Εργαλεία –
Χαζίρ – Ωραία (καλά) –
Xαθ - Χάσου -
Xαιρετίας - Χαιρετισμούς -
Χαμούφτας - Φράουλα -
Χαντιλιάγουμαι - Γαργαλιέμαι -
Χαντόσχερο - Σκαντζόχοιρος -
Χαραπωμένον – Χαλασμένο –
Χαραπώνω - Χαλάω –
Χαρεντερίζω - Δίνω χαρά –
Χαρτσένια – Εντόσθια –
Χασεύω/ζεματώ - Καίω -
Χάταλον – Παιδί –
Χαψία - Ψάρια -
Χαψίν – Γαύρος –
Χείλε - Χείλια -
Χείλε - Χίλια -
Χερ' - Χέρι -
Χερόπον - Χέρι -
Χλαγού - Πλάστης για το άνοιγμα φύλλων ζύμης –
Χοβλιάβω - Όταν απειλώ κάποιον με μια κίνηση –
Χολιάshκουμαι - Θυμώνω -
Χολχόλε - Χόρτα -
Χορτλάχτς - Βρικόλακας –
Χοshέτ – Σκουπίδι –
Χουζάρ - Πριόνι -
Χουλέν - Θερμό/Ζεστό -
Χουλιάρ - Κουτάλι -
Χουσμέτ – Εξυπηρέτηση –
Χρα - Χρώμα προσώπου –
Χτήνον - Αγελάδα -

 

 



Ψ

Ψαλαφώ - Ζητώ -
Ψεζνός – Χθεσινός –
Ψη - Ψυχή -
Ψη μ' - Ψυχή μου -
Ψωμίν - Ψωμί -

 

 


Ω

Ωβάζω - Κάνω αυγά -
Ωβάζνε – Kάνουν αυγά –
Ωβοτάραχον - Ταραμάς, χαβιάρι -
Ωβό – Αυγό –
Ωβόν - Αυγό -
Ωβόππα – Μικρά Αυγά –
Ωμίν - Ώμος -
Ώμνησα – Ορκίστηκα –
Ωράζω (Ωριάζω) - Προσέχω ένα μέρος -
Ώρα(εα)σον - Κοίτα -
Ωρίασον - Μην τυχόν -
Ωσπουτά – Μέχρι -
Ωτιν - Αυτί -
Ωφ - Επιφώνημα πόνου/στεναχώριας -
Ωφλαεύω - Αναφωνώ την λέξη 'Ωφ' -

 

 

 



:Accueil :Prιsentation :Plan du site :Nouveautιs :Contact : Hιlθne

 _____________________________________________________________________________
Copyright © 2008. All rights Reserved. Projethomere.com