Le dialecte Grécanika
 
Hélène Kémiktsi


         
4 Index Grécanika

 

 

Dialogue (Dialecte Grécanika -Grec-Français).

Il s'agit de l'échantillon du dialogue présenté par le Cente de Recherche des Dialectes Grecs dont j'ai ajouté ma traduction en français

 

 

Μαρία Μαdαληνή! / Πώ τσιουμάσαι μαναχή; / «Εγώ ’εν τσιουμάμαι μαναχή / έχω Πέτρο

Μαρία Μαγδαληνή, / Πώς κοιμάσαι μοναχή; / «Δεν κοιμάμαι μοναχή, / έχω Πέτρο κι έχω

Marie-Madeleine,/ Comment toi tu dors seule?/ »Je ne dors pas seule ». ?j’ai Pierre et j’ai

 

τσ’ έχω Πάολο / τσ’ έχω δώδεκ’ Αποστόλου». / Gύριν gύρι τω σπιτίω / με τε νάκε τωμ

Παύλο / κι έχω δώδεκα Αποστόλους». / Γύρω γύρω από το σπίτι / με τις [δερμάτινες]

Paul/ et les douze apôtres «./ Tout autour de la maison/ avec les berceaux [en cuir]

 

παιδίω. / Τα ζάχαρα σ-σερώνdα / τα χαρτία μελετώνdα. / Τ’ αγροπιτσ-τσιούνια πίνουσι /

κούνιες των μωρών. / Τον ίκτερο ξερνώντας / τα χαρτιά μελετώντας. / Τ’ αγριοπερίστερα

des bébés./En vomissant  (pendant) la jaunisse / en observant les papiers./ Les  palombes

 

στην ακροθαλία. / Η Μάρτα κι η Μαρία, / ο Χριστός στην ανgλησία / μα λέγει τη μάν-να

πίνουνε / στην ακροθαλασσιά. / Η Μάρθα κι η Μαρία, / ο Χριστός στην εκκλησία / μας λέγει την ωραία

se désaltèrent / au bord de la plage./Marthe et Marie,/ Le christ à l’église/ nous dit une belle

 

λειτρουγία. / Πάμεν gάτου κάτου / στη πόρτα του Πιλάτου. / Εκεί έχει ένα φεντρό, / μα

λειτουργία. / Πάμε κάτω κάτω / στην Πόρτα του Πιλάτου. / Εκεί έχει ένα δέντρο, / μα

liturgie. / Allons bien en bas? A Porta de Pilatou./Là-bas il y a un arbre, / mais

 

εκείνο δεν είναι φεντρό, / εκείνο εν’ ο Χριστό. / Τα φύddα εν’ οι αγγέλοι, / τα κλαδία εν’

εκείνο δεν είναι δέντρο, / εκείνο είναι ο Χριστός. / Τα φύλλα είναι οι άγγελοι, /

cela n’est pas un arbre/ cela est le Christ. / Les feuilles sont les anges, /

 

οι Απόστουλοι. / Η σράτα εν μακριά μακρύα, / η Πατρούνα γλυκιά γλυκεία.

 τα κλαδιά είναι οι Απόστολοι. / Η στράτα είναι μακριά μακριά, / η Παναγία είναι γλυκιά γλυκιά.

Les branches les apôtres./ le chemin est très long,/ La vierge est très douce

 

 

 

Aλλόρα, ένα βιάτζιο αντίκο, αντικίσσιμο, ελέγα τι είχα τις Αναγαράδε. Και τούτες οι

Λοιπόν, ένα καιρό παλιό, πολύ παλιό, έλεγαν πως υπήρχαν οι Αναγαράδες [= νεράιδες,

Alors, au bon vieux temps, il y a bien longtemps, on racontait qu’il existait des fées

 

Αναγαράδε εστέκα άσσ’ ένα στράdα, χωράφι που το κράζου Χαρούμbα, τσαι λέγαν τούτες

ξωτικά]. Και τούτες οι Αναγαράδες έστεκαν [κατοικούσαν] σ΄ ένα δρόμο, χωράφι κι έλεγαν [=τοποθεσία] που το λένε Χαρούμπα,

et ces fées se tenaient [habitaient] sur un chemin, un champ, et on disait [= endroit]

 

οι Αναγαράδε στέκουν ετσεί. Ε dούνκουε, μα βραδεία η μα κουμάρε έκρασ-σε μιαν άλλη

ότι τούτες οι Αναγαράδες έμεναν εκεί. Και λοιπόν ένα βράδυ μια κουμπάρα [= γυναίκα] φώναξε μιαν άλλη

que ces fées habitaient à cet endroit. Et alors, un soir une commère [= une femme] appela une autre

 

κομάρε να πάου στο μύλο. Της είπε: «Kουμάρε -η μια κουμάρε της είπεν της αλλή-, αύρι

κουμπάρα να πάνε στο μύλο. Της είπε: «Κουμπάρα -η μια κουμπάρα είπε της άλλης-, αύριο

commère pour aller au Moulin. Elle lui dit « Commère – l’une commère dit à l’autre-, demain

 

πουρρό πάμε στο μύλο, περό έχουμε να πάμε σίρμα». –«Βα bε, της είπεν η άλλη, πάμε».

το πρωί θα πάμε στο μύλο, αλλά πρέπει να πάμε νωρίς». «Καλά, της είπε η , να πάμε».

matin on ira au moulin, mais il faudra y aller tôt«. « D’accord, lui ajouta-t- elle, on ira »

 

 

 

Η Αναγαράδα πούθεν ήτο άκουε. Άκουε, ινβέτσε να πάει η κουμάρε εγιάη η ’ναγαράδα

Από εκεί που ήταν η Αναγαράδα, το άκουσε. Άκουσε και αντί να πάει η κουμπάρα πήγε η

De l’endroit ou se trouvait la fée, elle l’entendit. Elle entendit et au lieu que se soit la commère qui s'y rende

 

κι έκρασ-σε την κουμάρε, εγιάη πλε σίρμα. Εγιάη στην bόρτα πουμ! πουμ! -«Ποις έν’»; -

Αναγαράδα και φώναξε την κουμπάρα, πήγε νωρίτερα. Πήγε στην πόρτα, πουμ! πουμ! –«Ποιος είναι;»

la fée appela la commère, et alla plus tôt. Elle alla à la porte, poum ! poum ! (toc! Toc !)-

 

«Εγώ, κουμάρε, δεν γέρεσαι, της είπε, να πάμε στο μύλο κι απόι εν τάρντα;» -«Σικόμε εν

-«Εγώ, κουμπάρα, δεν σηκώνεσαι, της είπε, να πάμε στο μύλο, και μετά θα είναι αργά;» -«Ακόμα είναι νωρίς

“C’est moi commère, tu ne te lèves pas, lui dit-elle, allons au Moulin, ensuite il sera tard”-« Cest encore tôt

 

σίρμα, της είπε, κουμάρε, εγώ άρτε κοιμήθηνα, πώ κάνομε;» - «Ω! της είπε, έναι μέρα της

, της είπε, κουμπάρα, εγώ τώρα ξάπλωσα, πώς θα γίνει;» -«Ω! της είπε, είναι μέρα

lui dit la commère, moi maintenant je compte me reposer, comment faire ? » O ! lui dit-elle, il fait jour

 

είπε, γειράτε». Έρα σίμιλε φόλα μαν γυναίκα τούτη η ΄ναγαράδα, ελέγασιν. Ε αλλόρα

 [= έχει ξημερώσει], σηκωθείτε!» Ήταν όμοια σαν μια γυναίκα αυτή η Αγαράδα, έλεγαν. Λοιπόν,

Levez-vous! “ . On disait, qu’elle était semblable à une femme cette fée.

 

εγέρθη η κομάρε, εγέρθη, έπιαε ένα σάκκο κι εχωρίσθησα.

σηκώθηκε η κουμπάρα, πήρε ένα σακί και φύγανε.

la commère se leva, prit un sac et elles partirent

 

Σράdα φατσένdo τη αbιdέτη, τσείνη την έβαλεν αμbρό, εκείνη ήταν απίσω, και σράdα

Καθώς προχωρούσαν την πήρε είδηση, εκείνη την έβαλε μπροστά [την Αναγαράδα], η άλλη

Alors qu’elles avançaient, elle eut un doute (sur qui elle était), et elle la mit devant [la fée], l’autre

 

φατσένdο αbιdέτη τι δεν ήτον η κουμάρε, τι ήτον η ‘ναγαράδα. -«Ε! κομάρε, της είπε, τι

ήταν πίσω και καθώς προχωρούσαν κατάλαβε ότι δεν ήταν η κουμπάρα, ότι ήταν η

se trouvait derrière et tout en avançant elle comprit que ce n’était pas la commère, mais que  

 

έκαμα; Εγώ αdημόνηα το κάλλιον bράμα στο σπίτι, της είπε, πώ κάνω!, της είπε; Χωρίζω

Αναγαράδα. -«Α, κουμπάρα της είπε, τι έπαθα! Λησμόνησα το καλύτερο [= σημαντικότερο]

C’était la fée. – “Ah, commère lui dit-elle, qu’est ce qui m’arrive! Jai oublié la meilleure [= une chose importante]”

 

 να το πιάω». -«Ω! της είπε, δεν gυρίζετε, της είπε! Αύρι το πιάνετε, της είπε, σαν κάνει

πράγμα στο σπίτι, της είπε, τι να κάνω!, της είπε. Θα γυρίσω να το πάρω». -«Ω, της είπε,

à la maison, lui dit-elle, que dois-je faire !, ajouta-t-elle. Je vais retourner la chercher «  -   

 

μέρα, της είπε, που κονdοφέρουμε». –«Δε, της είπε». -«Και τι αdημονήατε;». –

δεν γυρίζετε! Αύριο το παίρνετε, της είπε, αύριο που θα επιστρέψουμε». -«Όχι, της είπε».

–«Και τι λησμονήσατε

Vous ne retournez pas ! Demain vous la prendrai, demain on retournera «  Non, lui dit-elle » “Et qu’avez-vous oublier?”

 

 «Αdημόνηα την καλdζέττα, της είπε, τι έχω να κάμω του κομπάρε, δεν έχει καλdζέττε».

-«Λησμόνησα την κάλτσα, της είπε, γιατί πρέπει να κάνω του κουμπάρου, δεν έχει κάλτσες».

“j’ai oublié la chaussette, lui rétorqua-t-elle, parce qu’il faut que j’en fasse pour le compère, il n’a pas de chaussette”

 

Έναν gαιρό τι καλdζέττε τις έκανα στα χέρια. Ε αλλούρα, τόσον έκανε τόσον άφηκε, «μο,

Παλιά τις κάλτσες τις έκαναν [= έπλεκαν] με τα χέρια. Και λοιπόν, αφού προσπάθησε με κάθε τρόπο,

A l’époque les chaussettes étaient faites [= tricoter. ] à la main. Après avoir essayé par tous les moyens,

 

της είπε, bάστα! Εγώ, της είπε, την κάνω την καλτσέτα, της είπε, κομάρε, ο κομπάρε πάει

 «ε, φτάνει!, της είπε, εγώ πρέπει να κάνω τις κάλτσες, κουμπάρα, ο κουμπάρος να μείνει

“Ca suffit!, lui dit-elle, moi je dois faire des chaussettes, le compère doit-il rester

 

σ-συπόβλυτο, πώς κάνω; Στο σπίτι δεν έχω καιρό, έχω άλλα σερβίτσι να κάμω».

ξυπόλυτος, τι να κάνω; Στο σπίτι δεν έχω χρόνο, έχω άλλες δουλειές να κάνω».

pieds-nus, que dois-je faire ? A la maison je n’ai pas le temps, j’ai tant de travaux à faire »

 

Ινσόμμα, την ετρουκίεσε, την άφηκε και κονdόφερε. Εκονdόφερε, εγιάη στο σπίτι,

Τέλος πάντων, την εξαπάτησε, την άφησε και επέστρεψε. Επέστρεψε, πήγε στο σπίτι,

Enfin, elle fit une feinte, la laissa et retourna. Elle retourna, alla à la maison

 

εκλείσθη όσ-σου, βάζοντα κάσ-σε πίσω την πόρτα, σ-σύλα, τόσα πράματα πίσω την

κλειδώθηκε μέσα βάζοντας κασόνια πίσω από την πόρτα, ξύλα, τόσα πράγματα πίσω από

Elle s’enferma mettant à l’intérieur des caisses derrière la porte, des bois, tant de choses derrière

 

πόρτα, να μη σώνει ανοίσ-σει. Τούτη ώδε, η ΄ναγαράδα, την άμενε, «και άρτε έρχεται η

την πόρτα, να μη μπορεί ν’ ανοίξει. Τούτη δω, η Αναγαράδα, την περίμενε, «και τώρα έρχεται

la porte, pour ne pas qu’elle puisse s’ouvrir. Cette fée là, l’attendait, «et à présent  

 

κομάρε, και άρτε έρχεται η κομάρε», -δεν ηπήγε μάι. -«Ε! κάσπιτα, είπε, μου την

η κουμπάρα, και τώρα έρχεται η κουμπάρα» -δεν πήγε ποτέ. «Ε, που να πάρει!, λέει, μου την

la commère,  à présent la commère vint «- elle n’y alla jamais- «Eh,  que diable!« , dit-elle

 

έκαμε!».

έκανε! (= με κορόϊδεψε)».

Elle me la  fait ! (= elle se moqua de moi)

 

 

Εκονdόφερεν απίσω, εκονdόφερεν απίσω, εγιάη στην bόρτα, πουμ! πουμ! στην bόρτα,

Επέστρεψε, γύρισε πίσω, πήγε στην πόρτα, πουμ! πουμ! στην πόρτα, κόντευε να της την

Elle retourna, retourna sur ses pas, alla à la porte, poum, poum !(tot !toc!) à la porte, elle allait

 

της την έστεκε ρίττοντα χάμαι την bόρτα. Μέντρε που έστεκε ρίττοντα την bόρτα χάμαι,

ρίξει κάτω την πόρτα. Κι ενώ κόντευε να ρίξει κάτω την πόρτα, ήταν σχεδόν έτοιμη να

presque faire tomber la porte. Alors qu’elle allait presque faire tomber la porte, elle était presque

 

ήτο κουάζι πρόντο ν’ ανοίσ-σει, εκαντέσα οι αλέττορε και είχε τρίου ντι ματτίνου, γιατί

ανοίξει, λάλησαν οι πετεινοί, και ήταν τρεις το πρωί, γιατί παλιά η ώρα πήγαινε με το

sur le point d’ouvrir, les coqs chantèrent, et il était trois heures du matin, parce qu’à l’époque l’heure était au rythme du

 

έναν gαιρό τ΄ ωράριο ετσείνο ήτο με τους αλέττορε, ΄ε σ-σέρα τ’ ωράριο, δε; Και είχεν

λάλημα των πετεινών, δεν ήξεραν το ωράριο, έ; Και ήταν τρεις το πρωί όταν λαλούσαν οι

chant du coq, il ne connaissait pas l’heure, eh ?Et il était trois heures du matin lorsque les coqs

 

τρεις ώρε ματτινάτα σαν εκαντέγα οι αλέττορε το πρωτινό βιάτζιο. Ε αλλούρα, ετούτη ΄ω

πετεινοί για πρώτη φορά. Και λοιπόν, ενώ αυτή κόντευε να ρίξει την πόρτα χάμω, λάλησαν

chantaient la première fois. Et alors, au moment où elle allait presque faire tomber la porte, les

 

την bόρταν έστεκε ρίττοντα χάμαι, εκαντέσα τούτ’ οι αλέττορι. Εκαντέσσα οι αλέττορι, ε

οι πετεινοί. Λάλησαν οι πετεινοί και τελικά είπε [η Αναγαράδα] «Τώρα θα σηκωθούν όλοι,

coqs chantèrent. Les coqs chantèrent et enfin [la fée] dit » A présent ils vont tous se lever

 

φίνα είπε «Άρτε εγέροντεν όλοι, με σπάdζουσι», επένσεσε κι εγιάη τα φάττι τη.

θα με σφάξουν», σκέφτηκε και απομακρύνθηκε.

moi ils vont m’abattre», elle réfléchit et partit

 

Η ΄ναγαράδα λέγει τι είχε μαν άνκαν πλε μακρία και την άλλη πλεν κούνdουρο και σαν

Η Αναγαράδα λένε πως είχε το ένα πόδι πιο μακρύ και το άλλο πιο

On raconte que la fée avait une jambe plus longue et l’autre plus

 

επορπάτηνε στο κατήφορο εdζόπαινε, δεν ήσωνε πορπατεί καλά τσαι ότου αμbιdέτη. Η

κοντό και σαν περπατούσε στον κατήφορο κούτσαινε, δεν μπορούσε να περπατήσει καλά κι έτσι την πήρε είδηση [η κουμπάρα].

courte et lorsqu’elle marchait sur une descente elle boitait, elle ne pouvait pas bien marcher

et ainsi la commère avait  compris qu’il s’agissait d’elle

 

΄ναγαράδα λέγει τι ήτον ήμισο γυναίκα και ήμισο γαδάρα, είχεν τα πόδια άσσε γάδαρο,

Η Αναγαράδα λένε ότι ήταν μισή γυναίκα και μισή γαϊδάρα, είχε πόδια γαϊδάρου

On raconte que la fée était demi femme demi ânesse,  elle avait les pates d’un âne

 

δε; Ότου λέγουν τι ήσα… Ήσα; Δεν τις ηύραμε. Μαρdζελέτε ρακοντέγα οι αντενάτι

 ε; Έτσι λένε ότι ήταν… Ήταν; Δεν τις είδαμε. Αστείες ιστορίες αφηγούνταν οι πρόγονοι!

On dit qu’elles étaient ainsi? On ne les a jamais vues. Drôles  d’histoires que racontaient nos  ancêtres

 

 

 

 

 



:Accueil :Présentation :Plan du site :Nouveautés :Contact : Hélène

 _____________________________________________________________________________
Copyright © 2008. All rights Reserved. Projethomere.com